- τελευτώντες
- τελευτῶντεςτελευτάωbring to passpres part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τελευτῶντες — τελευτάω bring to pass pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… … Dictionary of Greek